Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Τα ευτελή και τα σπουδαία

Του Θωμά Ψύρρα

poetic-birds
Μετά από 11 ποιητικές συλλογές, αρχής γενομένης με την Πορεία το 1980, ο Κώστας Λάνταβος έφτασε στη δωδεκάτη με Τα Ευτελή και τα Σπουδαία. Τριάντα χρόνια ποιητικής πορείας. «Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε», που λέει κι Εμπειρίκος το 1937 στην «Ενδοχώρα[1]». Και ωριμάζουμε, λέω εγώ. Αλλά τι είναι η ποιητική ωρίμαση; 
Σίγουρα δεν προκύπτει και μόνο από το γεγονός ότι κυλά και περνά ο χρόνος. Αλλά καθώς περνά ο χρόνος και (όχι εξαιτίας του) συντελείται μια διαδικασία που μεταστοιχειώνει διαρκώς την αρχική ποιητική αναζήτηση και την μεταλλάσσει σε ολοένα ανώτερη ποιότητα. Χρειάζεται καιρός ώστε πάθη, βάσανα, εμπειρίες, χαρές, απολαύσεις, αισθήματα και εικόνες, μνήμες και επανεκτιμήσεις αναμνήσεων, αλλά και «τιποτένια» στοιχεία της καθημερινότητας... να υποστούν συνειδητή ή ασύνειδη κατεργασία και με υπομονή να «πήξει[2]» το από μέσα της ψυχής και τελικά να ρθει η στιγμή να «πήξει» το μελάνι[3] για να εκφραστεί με λέξεις ο ρυθμός της ευφορίας της. Και στη δωδεκάτη του Λάνταβου αναμφίβολα ήρθε. Έχουμε μπροστά μας την πιο ώριμη συλλογή της ποιητικής του πορείας που μαζί με τη Δωρεά του κάμπου (2006) και το Εγκώμιο (2009) επιβεβαιώνουν την εσωτερική και ποιητική του ωρίμαση.
H παρουσίαση ενός βιβλίου είναι ένα ιδιαίτερο κριτικό είδος.
Έχω πει πως η παρουσίαση ενός βιβλίου είναι ένα ιδιαίτερο κριτικό είδος. Δεν είναι ούτε διαφήμιση, ούτε κριτική πραγματεία, δεν είναι ούτε κριτικό σημείωμα σαν αυτά που παρουσιάζουν οι δημοσιογράφοι στη στήλη «Νέες κυκλοφορίες» δίπλα στα ευπώλητα. Η παρουσίαση έχει στόχο να αρθρώσει παρατηρήσεις που θα διευκολύνουν την ανάγνωση και θα δώσουν ευκαιρίες για ουσιαστικότερη κριτική αποτίμηση. Μ' αυτό κατά νου θα επιχειρήσω να αρθρώσω εννιά παρατηρήσεις για τη νέα συλλογή του Κώστα Λάνταβου.
Παρατήρηση 1η με αφορμή τη γενική δομή της συλλογής
lantavosΗ συλλογή Τα Ευτελή και τα Σπουδαία απαρτίζεται από 28 ατιτλοφόρητα ποιήματα η αλληλουχία των οποίων σημαίνεται με την ελληνική αρίθμηση. Επομένως ο Λάνταβος επέλεξε μία και μόνη διαδικασία τιτλοφόρησης –αυτή της συλλογής– γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο τη διαδοχή αλλά κυρίως την εσωτερική ενότητα και την συναισθηματική αλληλουχία των ποιημάτων. Στην πραγματικότητα έχουμε το ξεδίπλωμα ενός και μόνου ποιήματος στη διαδοχή 28 φάσεων. Ο τίτλος της συλλογής είναι ατόφιος στίχος από το ένατο ποίημα της συλλογής – γεγονός επίσης που επιβεβαιώνει την επιθυμία του ποιητή στην επιδίωξη της ποιητικής συνοχής του όλου.
Παρατήρηση 2η με αφορμή τον τίτλο της συλλογής
Ο τίτλος της συλλογής Τα Ευτελή και τα Σπουδαία σε μια επιπόλαια πρώτη πρόσληψη σημαίνει κάτι σαν «Τα Μικρά και τα Μεγάλα» ή «Τα Ασήμαντα και τα Σημαντικά» ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Η ποίηση όμως είναι η τέχνη όχι της δήλωσης αλλά και της υποδήλωσης. Μια προσεκτική -ετυμολογική- ανάγνωση δείχνει πράγματα διαφορετικά. Στον τίτλο η λέξη “ευτελής” καθώς περιέχει την έννοια του “τέλους” συνυποδηλώνει την “πληρωμή” (τέλος = φόρος, πληρωμή) αλλά και τον “τελικό σκοπό” (τέλος = σκοπός) και η λέξη “σπουδαίος” καθώς προέρχεται από τη λέξη “σπουδή” συνεμφαίνει την έννοια της “μελέτης”, της “κοπιαστικής φροντίδας”, της “προσπάθειας που γίνεται με ζήλο” αλλά και της “βιασύνης”. Μπορεί λοιπόν κάποιος να διαβάσει τον τίτλο και ως “Όσα εξόφλησα και όσα με πιέζουν και φροντίζω με κόπο και ζήλο”. Έτσι είναι η ποίηση. Και μη ρωτήσετε αν είχε αυτό ακριβώς κατά νου ο ποιητής. Ο αναγνώστης δεν νοιάζεται για το τι “θέλει να πει ο ποιητής”, αλλά ποιες ηδονικές λαβές του προσφέρει ο ποιητικός λόγος στην αναζήτηση του νοήματος και συνακόλουθα της ποιητικής απόλαυσης.
Παρατήρηση 3η με αφορμή το μότο της συλλογής
Το μότο που επιλέγει ο Λάνταβος για τη συλλογή, είναι ο τεσσαρακοστός πρώτος στίχος από την “Έρημη χώρα” του Τόμας Έλιοτ: Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το ακριβώς αντίθετο. Πρόκειται για συγκείμενο που έρχεται να λειτουργήσει ως τροχιοδεικτικό για τη συλλογή. Η δική του Έρημη Χώρα είναι “η χώρα του Μωάβ” που γεωγραφείται στον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος της συλλογής: “Θα μείνω εδώ στη χώρα του Μωάβ” και έρχεται να την σημάνει περαιτέρω με τη σημείωση: “Χώρα του Μωάβ: ο τόπος όπου πέθανε ο Μωυσής διότι ο Θεός δεν του επέτρεψε να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας”
Στην ποίηση τα αντιθετικά ζεύγη συνυπάρχουν έστω κι αν δεν δηλώνονται.
Ο στίχος από την Έρημη Χώρα είναι: “Looking into the heart of light, the silence”. Σε μετάφραση του Σεφέρη: “Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή” . Επομένως ο Λάνταβος δείχνει και τα βασικά δομικά μοτίβα των ποιημάτων της συλλογής: την επίμονη ματιά και το αντίθετό της (τυφλότητα), το συναίσθημα και το αντίθετό του (αλεξιθυμία), το φως και το αντίθετό του (σκοτάδι), τη σιωπή και το αντίθετό της (λόγος). Στην ποίηση τα αντιθετικά ζεύγη συνυπάρχουν έστω κι αν δεν δηλώνονται. Αν δοκιμάσουμε να τα ορίσουμε διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής ήδη θα έχουμε επιχειρήσει ουσιαστική κατάβαση στον κόσμο της ανάγνωσης.
Έχουμε λοιπόν και στο χώρο των αντιθέτων: τυφλότητα /αλεξιθυμία/ σκοτάδι VS λόγος . Βρισκόμαστε λοιπόν στο χώρο της ουσιαστικής επικοινωνίας αλλά ταυτόχρονα και στην αδυναμία να την επιτύχουμε.
Παρατήρηση 4η με αφορμή τους ποιητικούς τρόπους
Ο Λάνταβος καθώς ωριμάζει γίνεται όσον αφορά τους λεκτικούς τρόπους ολοένα και πιο λιτός. Μόνο τέσσερις παρομοιώσεις[4] περιέχει η συλλογή κι αυτές δεν έρχονται ως επιδίωξη αναλογικής εικονοποιίας αλλά ως προληπτικοί τρόποι ιδεών.
Επίσης ελάχιστος ο τρόπος της μετωνυμίας. Δηλαδή χρησιμοποιεί ελάχιστα μια γλωσσική έκφραση που “παραπέμπει τυπικά, κυριολεκτικά, σε μια οντότητα”[5]. Οι λέξεις του δεν γίνονται –πλην ελαχίστων περιπτώσεων– οχήματα που επιτρέπουν να μετακομίζει σε άλλες σχετικές λεκτικές οντότητες και να αντικαθιστά τις πρώτες[6].
Συμπέρασμα: έχουμε να κάνουμε με ποίηση ιδεών και λεπτομερειακής καθαρότητας.
Παρατήρηση 5η με αφορμή την πρόταξη του ρήματος στον στίχο
poeticΗ ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από τη λεγόμενη συντακτική ελευθερία. Δηλαδή η σειρά των λέξεων δεν είναι δεδομένη όπως στα αγγλικά. Στην ποίηση του Λάνταβου παρατηρείται το φαινόμενο το ρήμα να τίθεται στην αρχή του στίχου. Μέτρησα -αν μέτρησα καλά- εκατόν είκοσι ένα στίχους που αρχίζουν με ρήμα. Αυτό και στατιστικά σημαίνει ότι ο ποιητής συνειδητά επιλέγει τη ρηματική εκφορά και την προτάσσει ως στοιχείο έμφασης της ποιητικής έκφρασης. Ας μην ξεχνάμε: το ρήμα δηλώνει ενέργεια, πάθος, χρόνο, πρόσωπο, διάθεση. Αυτό πρακτικά για τον αναγνώστη σημαίνει ότι το νόημα πυκνώνει στην έναρξη του στίχου, κι αυτό αποτελεί για όποιον απαγγέλλει έμμεση οδηγία να ανεβάζει τον τόνο στην αρχή, στο ρηματικό σύνολο.
Θα μείνω εδώ στη χώρα του Μωάβ·
δε γυρίζω πίσω σε μια γη αφίξεων -
είναι και τα φαντάσματα που με καλοσορίζουν.
Το νου σας στα ρήματα λοιπόν.
Παρατήρηση 6η με αφορμή την επανάληψη ρηματικών εκφράσεων
Η χρήση του ρήματος οδηγεί στην επιλογή της λεκτικής επανάληψης στο ίδιο ποίημα:
“ Θέλω να θυμάμαι, ...θέλω να θυμάμαι , ...θέλω να θυμάμαι ” (Θ'),
“ Επιστρέφω, ...επιστρέφω , επιστρέφω ” (ΙΓ'),
“ Είμαι... είμαι... είμαι...” (ΚΓ')
“ Ξέρω..., ξέρω..., ξέρω..., ξέρω... “ (ΚΗ')
Ή σε επαναλαμβανόμενες ρηματικές συντακτικές δομές: π.χ. βουλητικές προτάσεις εξαρτώμενες από το ρήμα “θέλω” ή “δεν θέλω”.
“ Θέλω να βλέπω, ...να μην αφήνω, ...να χάνομαι” (Ε).
Ήδη επισημάνθηκε από την Ελένη Χωρεάνθη[7] η λειτουργία της ποιητικής επανάληψης στη συλλογή του Λάνταβου. Επεσήμανε το «Θα μείνω εδώ». Μια στερεότυπη φράση που επαναλαμβάνεται συχνά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα 28 (Α-ΚΗ) ολιγόστιχα ποιήματα”. Κι όντως αυτό ισχύει.
Η στερεότυπη φράση επανέρχεται στο σύνολο τής συλλογής 14 φορές, λειτουργεί ως ποιητική δήλωση μιας απόφασης που βασίζεται τελικά στην γνώση μέσα από τις βεβαιότητες που προσφέρει η ενδοσκόπηση και η ώριμη αυτογνωσία. Πρόκειται για δήλωση που πίσω της έχει να κάνει με λογής λογαριασμούς του ποιητή (ανοιχτούς και κλειστούς) και λειτουργεί ως έκφραση αποτρεπτική: δήλωση, απόφαση και ξόρκι μαζί.
Ο Λάνταβος και τα δαιμόνιά του.
Παρατήρηση 7η με αφορμή την επιλογή του ρηματικού χρόνου
Η επαναλαμβανόμενη φράση: “Θα μείνω εδώ” είναι μια διατύπωση σε στιγμιαίο μέλλοντα. Δε χρησιμοποιεί την διάρκεια του “Θα μένω εδώ”. Ο στιγμιαίος μέλλοντας έχει συγκεκριμένη διάρκεια, έχει δηλαδή ένα τέλος, γυμνό σαν το θάνατο. Ας προσέξουμε, γιατί είναι εκείνο το στοιχείο που δημιουργεί το υπαρξιακό υπόστρωμα της ποίησης του Λάνταβου που δεν είναι ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά. Είναι εκείνο το στοιχείο που διαμορφώνει ακριβώς την ελεγειακή ένταση των ποιημάτων του:
Κι ας μη φανεί παράδοξο ή αντιφατικό που ένας άνθρωπος του λόγου καταφεύγει στη σιωπή.
Θα μείνω εδώ. Και θα σταθώ
μ’ ευλάβεια στη βροχή
λούζοντας την ψυχή μου στη δροσιά της.
- Όσο ο άντρας μεγαλώνει
και στρέφει το βλέμμα του εντός του
ανακαλύπτει ότι στη γέννησή του επιστρέφει.
– Θα μείνω εδώ. Εδώ είναι ο δικός μου κόσμος,
που πάντα έχει αύριο
αν και το αύριο καθημερινά πεθαίνει.
– Θα μείνω. Ασκώντας μόνο το δικαίωμα
της ήρεμης συνείδησης (ΙΕ, σελ. 25).
Παρατήρηση 8η με αφορμή το ποιητική γεωγραφία της συλλογής
Στην ποιητική γεωγραφία του Λάνταβου υπάρχουν δύο τόποι: η χώρα του Μωάβ που ταυτίζεται με το “εδώ/τώρα” (με το υπάρχον και το καθημερινό), και η χώρα του “εκεί/αύριο”, χώρα της Επιθυμίας, (μια γη της επαγγελίας στην οποία ο ποιητής δεν θα φτάσει ποτέ).
Η σχέση των δύο τόπων δεν είναι αντιθετική. Είναι συμπληρωματική. Η πρώτη, η “χώρα του εδώ”, δίνει το υλικό[8] για να χτίζεται η δεύτερη. Έτσι εξηγείται η επίμονη απόφανση: “Θα μείνω εδώ”. Πρόκειται για μια ηθελημένη παραμονή επειδή η ζωή τον τροφοδοτεί με την ομορφιά, την αγάπη, την απόρριψη, την απόγνωση, τη ματαίωση...
Κάθε μέρα μ' εξοντώνει -
αλλά ανυπομονώ να ζήσω την επόμενη. (ΙΖ΄)
Συνεπώς άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά η επιμονή αφού:
Δεν είναι μάταιο το παιγνίδι
όσο οι δρόμοι ανθίζουν απ' αγάπη,
όσο η ψυχή από έρωτα μεθάει. (ΙΘ΄)
αφού:
Θέλω να βλέπω όλη την εικόνα
όλα τα χρώματα του κόσμου (Ε΄)
Η παραμονή στη χώρα του Μωάβ δίνει τη δυνατότητα της επίγνωσης και της αυτεπίγνωσης. Όσο προχωράει η διαδοχή των ποιημάτων τόσο πληθαίνουν γνωστικά ρήματα κι εκφράσεις για να καταστούν το κύριο νοηματικό όχημα στο τελευταίο ποίημα της συλλογής[9].
Ιδού η γνώση αλλά να και το τίμημα για να την απόκτησεις!
Παρατήρηση 9η με αφορμή τον τρόπο της επίγνωσης
Η κατάκτηση της επίγνωσης γίνεται με ένα και μόνο τρόπο: την εισαγωγή στη σιωπή.
Κι ας μη φανεί παράδοξο ή αντιφατικό που ένας άνθρωπος του λόγου καταφεύγει στη σιωπή. Ο Σεφέρης στη «Στέρνα» (1932), περιέλαβε ανάμεσα στις στροφές 21 και 22 πέντε σειρές με τελείες, μια ολόκληρη στροφή με αποσιωπητικά που, όπως εξήγησε στον Γ. Π. Σαββίδη (1987), το έκανε “επειδή του χρειαζόταν μια σιωπή πέντε στίχων”. Κι ας μην αναφερθούμε στα “χάσματα” του Σολωμού που έχουν την ίδια σημασία με τους στίχους του.
Η συλλογή του Λάνταβου είναι τελικά μια μελέτη πάνω στη χρήση της σιωπής. Ο Λάνταβος αναζητά στιγμές από αυτές που η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε “στιγμές ύπαρξης”, οι οποίες ξεχωρίζουν από “το βαμβάκι της καθημερινότητας”. Έτσι η σιωπή γίνεται το υποκείμενο του ποιητικού λόγου:
Όταν οι άνθρωποι σιωπούν
τ΄ανείπωτα υφαίνουν τ΄ονειρο της στιγμής (ΚΑ΄)
Ξέρω πως η σιωπή μιλάει (ΚΗ΄)[10]
Θα μείνω και θα μπω στη σιωπή (ΙΗ΄)
 
Και -τελειώνοντας- να θυμίσω ένα στίχο του Νίκου Καρούζου:
“μονάχα η σιγή μιλιέται”.[11]

Θωμάς Ψύρρας

Αναδημοσίευση από Bookpress
 

Τα ευτελή και τα σπουδαία
Κώστας Λάνταβος
Αρμός 2013
Σελ. 40, τιμή € 8,00

Δείτε το βιβλίο εδώ












 
 
 [1] Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας, 3 (1936-7), Ενδοχώρα (1934-1937): Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
[2] Παράφραση του στίχου του Ε. Χ. Γονατά: “ Ὑπομονή. Θὰ πήξει τὸ δάκρυ, θὰ γίνει νησί.” (Ε. Χ. Γονατάς, Ανασκαφή, «νθολογία Νεοελληνικς Ποίησης», Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ, Ἔκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000).
[3] “πήζει το μελάνι” Από στίχο του Αλέκου Παναγούλη, “Διεύθυνσή μου” , “Vi scrivo da un carcere in Grecia”, 1974 
[4] Σαν να ‘ναι η μόνη δόξα μου / η σύνοψη της μέσα μου πληρότητας (Ζ') 
Συνεπής σαν τον ερχομό των εποχών (Θ') 
και σαν ρομφαία διανοίγει τη στιγμή (Ι') 
και ενώ είμαι γυμνός σαν θάνατος (ΙΖ') 
[5] Γ. Βελούδης, Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα, εκδ. Κριτική 2005β. 
[6] Είναι αξιοσημείωτη η χρήση της μετωνυμίας σε καταστάσεις που σχετίζονται με τον ύπνο και το όνειρο. Ίσως γιατί εκεί είναι “ευκολότερη” η μετακίνηση από τον τόπο του Μωαβ στην ποθητή Γη της Επαγγελίας. Δύο τρία παραδείγματα : ξαγρυπνούν οι νύχτες (Β'), άγρυπνος ύπνος ενεδρεύει (Ζ'), δεξίωση ονείρων (Θ'). 
[7] Ελένη Χωρεάνθη, κριτική για “Τα Ευτελή και τα Σπουδαία” στο diastixo.gr , 10 Ιουλίου 2013. 
[8] ενδεικτικά: 
Κάθε πρωί θα βγαίνω στον ήλιο πρώτος
αδημονώντας να συναντηθώ
με την καινούργια μέρα (Α΄)
Σε οργασμό η Άνοιξη
προστάζει να της αφεθώ (Β' )
Η θάλασσα είναι ανεξάντλητη
και η παραίτηση δεν χωράει μέσα μου (ΙΑ΄)
Κάθομαι εδώ καταμεσής στον κάμπο,
όπου ο ήχος απ' τη θάλασσα δεν φτάνει (ΙΣΤ΄)
[9] Στο ποίημα ΚΗ΄ :
 Ξέρω τη θλίψη της μέρας ...
 ξέρω την αγωνία της γης...
 ξέρω πως η σιωπή μιλάει...
 ξέρω να δέχομαι...
 [10] Εδώ μπορείτε να αφουγκραστείτε ένα κλασσικό μουσικό κομμάτι των Simon & Garfunkel, το «The Sound of Silence».
 [11] Νίκος Καρούζος, «Αντι-νεφέλωμα», Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Πίστομα



 Θεοτόκης Kωνσταντίνος

      Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
Ο Ποιητής Ηλίας Κεφάλας και η Φιλόλογος Γεωργία Κολοβελώνη στο Βιβλιοπωλείο Κηρήθρες διαβάζοντας κείμενα- αριστουργήματα της Ελληνικής Λογοτεχνίας.
      Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
      O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
      Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
      Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
      "Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
      T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
      "Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
      Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
      "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
      Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
      Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
      "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
      "Tον σκότωσες!"
      Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
      Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
      Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
      Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
      Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
      "Bάλ'το πίστομα μέσα".



(από τα Διηγήματα [Kορφιάτικες ιστορίες], Kείμενα 1982)